- ψώμισμα
- ψώμισμαmorselneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψώμισμα — τὸ, ΜΑ [ψωμίζω] μπουκιά ψωμιού και, γενικά, τροφής … Dictionary of Greek
ψωμίσμασιν — ψώμισμα morsel neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμίσματα — ψώμισμα morsel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμίσματι — ψώμισμα morsel neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμίσματος — ψώμισμα morsel neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψωμάριον — τὸ, Α ψώμισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
ψωμίς — ίδος, ἡ, Α ψώμισμα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψωμός + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. χλωρ ίς)] … Dictionary of Greek